- μεγιστότιμος
- μεγιστό-τῑμος, ον,A most honoured,
Δίκα A.Supp.709
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Δίκα A.Supp.709
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγιστότιμος — μεγιστότιμος, ον (Α) πάρα πολύ τιμημένος, εντιμότατος («τόδ ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγά τιμος] … Dictionary of Greek
μεγιστοτίμου — μεγιστοτί̱μου , μεγιστότιμος most honoured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)